- τράτο
- τράτο, το και τράτας, ο(λ. ιταλ.)1. διάστημα τοπικό ή χρονικό αρκετό για κάποια πράξη, περιθώριο: Δεν έχει τράτο το κρεβάτι να κοιμηθούν δύο. – Έχει τράτο να διαβάσει για τις εξετάσεις.2. φόρα, ορμή: Πήρε τράτο και πήδησε τον τοίχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.